- ευερωτητικός
- εὐερωτητικός, -ή, -όν (Α)ο επιτήδειος, ο κατάλληλος στις ερωτήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐερωτητικόν — εὐερωτητικός good at questioning masc acc sg εὐερωτητικός good at questioning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)